Ματίνα Τσικριτζή Μόμτσιου*
Η Κοζανίτικη Αποκριά είναι ένα πλέγμα εθίμων που δεν έχει ακόμα εξαντλήσει τη δυναμική της, καθώς διαθέτει ελαστικότητα και δυνατότητες προσαρμογής στις συνθήκες κάθε νέας εποχής. Πυρήνας και εστιακό σημείο της είναι o Φανός, εορταστική πυρά που ανάβει στα σταυροδρόμια της πόλης εδώ και αιώνες, αποδεικνύοντας την ανθεκτικότητα του εθίμου και τις βαθιές του ρίζες στις καρδιές των Κοζανιτών, που δεν μπορούν να διανοηθούν τις Αποκριές χωρίς αυτόν.
Η μακροβιότητα και η διατήρηση της ουσίας του δεν απειλήθηκαν από τις σημαντικές αλλαγές γύρω του. Κάθε άλλο μάλιστα. Αυτές οι αλλαγές δεν δημιουργούν αμφιβολίες σχετικά με το αν ο σημερινός Φανός αποτελεί συνέχεια αυτού που άναβε στην πόλη της Κοζάνης κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αντιθέτως αποδεικνύουν ότι ο πυρήνας του παραμένει ζωντανός, του επιτρέπει να προσαρμόζεται συνεχώς και να μεταφέρεται από γενιά σε γενιά αλώβητος και εκρηκτικός.
Ψυχαγωγία και ανατροπή
Η Κοζανίτικη Αποκριά, από κοινού με παρόμοιες γιορτές ή ιεροτελεστίες που συναντώνται τέτοια εποχή του έτους κυρίως στον Βορειοελλαδικό χώρο, αποτελεί κομμάτι της νεοελληνικής αγροτικής Αποκριάς με φανερή παγανιστική προέλευση. Όπως και όλα τα λατρευτικά έθιμα που συνδέονται με τα γυρίσματα του χρόνου και κυρίως το πέρασμα από το χειμώνα στην άνοιξη, διαθέτει κι αυτή απίστευτη ανθεκτικότητα καθώς είναι συνδεδεμένη με τη συνέχεια της ζωής. Ταυτόχρονα όμως ήταν και εξακολουθεί να είναι και στις μέρες μας μια γιορτή με ψυχαγωγικό χαρακτήρα, ένας συνδυασμός γλεντιού και υλικών απολαύσεων σε θαυμαστή συνύπαρξη με τη λατρεία των νεκρών.
Δεν παύει βέβαια να μοιράζεται και τη φιλοσοφία των υπόλοιπων αποκριάτικων εθίμων του Ελλαδικού χώρου καθώς εστιάζει στην ιδέα της ανατροπής της καθιερωμένης κοινωνικής και κοσμικής τάξης πραγμάτων, αμφισβητώντας αξίες και ιεραρχίες και καταργώντας όρια πράξεων και λόγων.
Ψάχνοντας την καταγωγή της
Συνδέεται με τα Ρωμαϊκά Λουπερκάλια και Σατουρνάλια, έναν συνδυασμό της λατρείας των Θεών και της ανάγκης για ψυχαγωγία μέχρι ακολασίας, αλλά κυρίως με τις Βυζαντινές Καλένδες, γιορτές και μεταμφιέσεις, που φτάνουν μέχρι και … τον «γυναικισμό των στρατιωτών»!
Αργότερα κυριαρχούν κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα οι ζωομορφικές κυρίως μεταμφιέσεις και η προσωπιδοφορία. «Αι Απόκρεω πανηγυρίζονται πανδήμως και μεγαλοπρεπώς.
Από το 1650 και μετά συναντάμε τα λεγόμενα Ρογκατζάρια στην Κοζάνη. Πρόκειται για μεταμφιεσμένους, που περιφέρονταν στην πόλη από την Πρωτοχρονιά μέχρι τ’ Αγιαννιού, τραγουδούσαν και μάζευαν χρήματα για ένα γερό φαγοπότι αργότερα. Αργότερα εμφανίζονται οι Κωδωνοφόροι, οι οποίοι επικεφαλής μεγάλης παρέας τριγυρνούσαν στους δρόμους φορώντας μάσκα γοργόνας και ζωσμένοι κουδούνια και κυπριά, που τα «σύναζαν και τα ’κρουαν», γεμίζοντας με δέος και θαυμασμό τους συμπολίτες τους.
Περί τα μέσα του 19ου αιώνα ο θρύλος αναφέρει ότι δύο αδέρφια, τα παιδιά της Μπήλιως, αλληλοσκοτώθηκαν σε σύγκρουση αντίπαλων ομάδων κωδωνοφόρων χωρίς να γνωρίσει ο ένας τον άλλον λόγω της μάσκας, περιστατικό που έμεινε γνωστό στην τοπική παράδοση ως «Τς Μπήλιως τα νημόρια», τα μνήματα δηλαδή. Οι γιορτές απαγορεύτηκαν για πολλά χρόνια για να αποκατασταθούν αργότερα όχι πια το Δωδεκαήμερο αλλά το διάστημα πριν τη Μεγάλη Σαρακοστή, οπότε και τις συναντάμε μέχρι σήμερα.
Στις αρχές του 20ου αιώνα εμφανίστηκαν τα «Καρναβάλια». Συνδύαζαν στοιχεία Αγροτικής αποκριάς, όπως ο Φανός και ο χορός γύρω του, τα φαγοπότια και η θύμηση των νεκρών με τις παραστάσεις μεταμφιεσμένων και τις παρελάσεις του Αστικού Καρναβαλιού.
Το 1938, επί δημαρχίας Aστερίου Tέρπου επιδιώχθηκε η αναβίωση του «παλαιού εν Κοζάνη Καρναβαλιού» με πρωτοβουλία του Δήμου. Πράγματι εκείνη τη χρονιά στήθηκαν πολύ πετυχημένες «Λαϊκές Γιορτές», οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε και σταμάτησαν καθώς η χώρα ζούσε τραγικές στιγμές.
Το 1950 με πρωτοβουλίες του τοπικού ευεργέτη Γεωργίου Tιάλιου ιδρύθηκε ο Τουριστικός σύλλογος «Λασσάνης» και η Αποκριά ξαναζωντάνεψε. Η πόλη συνέχισε να ξεφαντώνει με μεγάλη συμμετοχή κόσμου, κυρίως στους Φανούς, για αρκετά χρόνια. Μετά το απριλιανό πραξικόπημα του 1967 όμως, παρατηρείται σταδιακή φθορά και τελικός μαρασμός της. Φυσικό ήταν. Η Αποκριά, σαν γιορτή που απαιτεί απόλυτη ελευθερία έκφρασης, μαραζώνει σε περιόδους πολιτικής καταπίεσης και καταδυνάστευσης. Οι τύραννοι τη φοβούνται γιατί από τη φύση της είναι ανατρεπτική και στρέφεται κατά της εξουσίας.
Με τη Μεταπολίτευση ζωντανεύει ξανά. Ιδιαίτερα από το 1981 και μετά η οργάνωσή της γίνεται με σημαντική δημοτική υποστήριξη που μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο, ενώ παράλληλα αυξάνεται το ενδιαφέρον ντόπιων και επισκεπτών και η πανελλαδική προβολή της. Από το 1996 ιδιαίτερα, όταν το συντονισμό και τη στήριξή της αναλαμβάνει η Δημοτική Επιχείρηση Πολιτισμού και Αθλητισμού στην αρχή κι αργότερα ο διάδοχός της Οργανισμός Αθλητισμού Πολιτισμού και Νεολαίας, και μέχρι σήμερα η συμμετοχή στο στήσιμο της μεγάλης γιορτής είναι μαζική, με τον κόσμο να συσπειρώνεται κυρίως γύρω από τους βασικότερους πυλώνες της Αποκριάς, τους Φανούς.
*Η Ματίνα Τσικριτζή Μόμτσιου είναι συλλογέας λαογραφικού και γλωσσολογικού υλικού. Έχει γράψει δυο βιβλία λαογραφικού περιεχομένου, το «Αποκριά στην Κοζάνη, από μέσα απ’ το χορό» (2000) και σε συνεργασία με την Φανή Φτάκα Τσικριτζή το «Γεύσεις από Παλιά Κοζάνη»(2006), καθώς και ένα θεατρικό έργο στο ιδίωμα που ανέβηκε σε παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης. Παρείχε επίσης ερευνητική στήριξη στην συγκέντρωση υλικού για τη συγγραφή λεξικού του τοπικού ιδιώματος και έγραψε τα κείμενα για ντοκιμαντέρ με θέμα την Αποκριά της Κοζάνης. Αρθρογραφεί στον τοπικό τύπο εδώ και 40 χρόνια.